κτηματομεσιτικός

κτηματομεσιτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηματομεσίτη: Άνοιξε κτηματομεσιτικό γραφείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτηματομεσιτικός — ή, ό [κτηματομεσίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτηματομεσίτη («κτηματομεσιτικό γραφείο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”